- κακουργήματος
- κακούργημαknavish trickneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπαναχώρηση — η / ὑπαναχώρησις, ήσεως, ΝΑ [υπαναχωρώ] η βαθμιαία ή η κρυφή υποχώρηση νεοελλ. 1. αναίρεση τών λεχθέντων, αποκήρυξη δοξασιών ή γνωμών τις οποίες υποστήριζε κάποιος 2. αθέτηση συμφωνίας 3. (νομ.) κατάσταση κατά την οποία μια απόπειρα μένει… … Dictionary of Greek
έρευνα — (Νομ.). Ανακριτική πράξη, η οποία κατά τον ΚΠΔ αποβλέπει στη βεβαίωση ενός κακουργήματος ή πλημμελήματος, στην ανακάλυψη των δραστών ή στη διαπίστωση και αποκατάσταση της ζημίας που προκάλεσε η διάπραξη ενός τέτοιου αδικήματος. Η έ. επιτρέπεται… … Dictionary of Greek
απαγόρευση — Δικαστική ή νόμιμη α. είναι η κατάσταση ολικής ανικανότητας για δικαιοπραξία στην οποία βρίσκεται ένα άτομο, είτε κατόπιν δικαστικής απόφασης που τον κηρύσσει σε κατάσταση α. (δικαστική α.) είτε από τον νόμο (νόμιμη α.). Σε κατάσταση δικαστικής α … Dictionary of Greek
απόπειρα — η (AM ἀπόπειρα) δοκιμαστική ενέργεια, προσπάθεια νεοελλ. 1. η πράξη που επιχειρείται με τον δόλο τέλεσης κακουργήματος ή πλημμελήματος και περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης του εγκλήματος, το οποίο όμως δεν πραγματώθηκε πλήρως 2. φρ. α)… … Dictionary of Greek
βιασμός — Έγκλημα που προσβάλλει τα ήθη και τιμωρείται από τον ποινικό κώδικα σε βαθμό κακουργήματος. Συνίσταται στον εξαναγκασμό γυναίκας να δεχτεί εξώγαμη συνουσία με τη χρήση σωματικής βίας ή απειλής σπουδαίου και άμεσου κινδύνου. Γίνεται μόνο από άνδρα … Dictionary of Greek
βουλευτής — Πρόσωπο που εκλέγεται ως αντιπρόσωπος του λαού και μετέχει στο κοινοβούλιο. Την ονομασία αυτή συναντούμε ήδη στους ομηρικούς χρόνους, οπότε τα μέλη της βουλής, της σύναξης δηλαδή των προεστών που συναποφάσιζαν μαζί με τον βασιλιά για διάφορα… … Dictionary of Greek
δήμαρχος — Ο αιρετός άρχοντας του δήμου. Στην αρχαία Αθήνα οι δ. εκλέγονταν για έναν χρόνο και ήταν εξουσιοδοτημένοι να συγκαλούν τη συνέλευση των δημοτών και να φροντίζουν για την εκτέλεση των αποφάσεών της, να διαχειρίζονται τα χρήματα του δήμου, να… … Dictionary of Greek
δήμευση — Μέτρο ασφαλείας, που άλλοτε χρησίμευε και ως κύρια ή παρεπόμενη ποινή, και μάλιστα με τη μορφή γενικής δ. όλων των περιουσιακών στοιχείων, γεγονός που συνεπαγόταν άμεση επέκταση του ποινικού κολασμού και στους κληρονόμους του καταδίκου. Οι δ.,… … Dictionary of Greek
δίωξη — Η διενέργεια ανακριτικών πράξεων εναντίον ενός προσώπου. Στη νομική έννοια της δ., διακρίνουμε την ποινική και την πειθαρχική. ποινική δ.Αφορά τους δράστες των παραβάσεων των ποινικών νόμων. Ασκείται στο όνομα της πολιτείας από τον εισαγγελέα των … Dictionary of Greek
κακούργος — α, ο και ικο (AM κακοῡργος, ον, Α ποιητ. τ. κακοεργής, ές και κακοεργός, όν) 1. ως ουσ. ο κακούργος, η κακούργα, το κακούργο και κακούργικο ένοχος κακουργήματος, κακοποιός, εγκληματίας («ἐσταύρωσαν αὐτὸν καὶ τοὺς κακούργους, ὃν μὲν ἐκ δεξιῶν ὃν… … Dictionary of Greek